ινδογερμανικός

ινδογερμανικός
ινδοευρωπαϊκός, ή , ό[ν] индоевропейский;

ινδογερμανικές γλώσσες — индоевропейские языки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ινδογερμανικός" в других словарях:

  • ινδογερμανικός — ή, ό (όρος που χρησιμοποιείται από Γερμανούς επιστήμονες) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός, ιαπετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. indogermanisch. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι.… …   Dictionary of Greek

  • ινδογερμανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»